μελισσουργοῦ

μελισσουργοῦ
μελισσουργέω
to be a bee-master
pres imperat mp 2nd sg (attic)
μελισσουργέω
to be a bee-master
imperf ind mp 2nd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελισσοτροφία — η η τέχνη και το έργο τού μελισσουργού, μελισσουργία, μελισσοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Κ. Φραριέρο] …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργία — η (Α μελισσουργία, αττ. τ. μελιττουργία) [μελισσουργός] η ενασχόληση με τις μέλισσες, η τέχνη και το έργο τού μελισσουργού, μελισσοκομία («καὶ μελιττουργίας καὶ τῶν ἄλλων ζῷων τῶν πλωτῶν ἢ πτηνῶν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργώ — μελισσουργῶ και μελιττουργῶ, έω (Α) [μελισσουργός] ασκώ το επάγγελμα τού μελισσουργού, είμαι μελισσουργός …   Dictionary of Greek

  • Ανάβυσσος — Η σημερινή ονομασία –όπως διατηρήθηκε στο στόμα του λαού– του αρχαίου δήμου της Αττικής Αναφλύστου. Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται ένα χιλιόμετρο από την παραλία. Ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αι. Βορειότερα, τρία χιλιόμετρα από την ακτή, υπήρχε το… …   Dictionary of Greek

  • Απολλωνίας, δήμος — Νέος δήμος (4.137 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Μελισσουργού, Νέας Απολλωνίας, Νικομηδινού, Περιστερώνας και Στίβου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος, Ιωάννης Β — (Πικρίδι, Κωνσταντινούπολη 1875 – Αθήνα 1956). Έλληνας μεσαιωνολόγος και φιλόλογος. Αδελφός της διηγηματογράφου Αλεξ. Παπαδόπουλου (1868 – 1907), σπούδασε βυζαντινολογία στο Παρίσι. Πριν έρθει στην Ελλάδα, δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”